δαγκωτός, -ή

δαγκωτός, -ή
επίρρ.
1. αυτός που έγινε από δάγκωμα.
2. ο δαγκωμένος: Μου έδωσε ένα δαγκωτό κομμάτι ψωμί.
3. αυτός που συναρμολογείται με εσοχές και εξοχές: Το παζλ φτιάχνεται με κομμάτια που μπαίνουν δαγκωτά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δαγκωτός — ή, ό 1. αυτός που έγινε από δάγκωμα 2. όποιος έχει δάγκωμα, ο δαγκωμένος 3. (για συναρμοζόμενα πράγματα) ο προσαρμοσμένος στις αντίστοιχες εσοχές ή εξοχές τού άλλου 4. φρ. «τού τό ριξα δαγκωτό» τόν καταψήφισα με επιδεικτική εμπάθεια …   Dictionary of Greek

  • αδάγκωτος — η, ο αυτός που δεν δαγκώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δαγκωτός < δαγκώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”